- τάφρη
- τάφρ-η, ἡ, [dialect] Ion. for τάφρος (which is v.l.), Hdt.4.28,201: also [full] τράφη, IG12(7).62.27 (Amorgos, iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τάφρη — fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφρη — και τράφη, ἡ, Α ιων. τ. τάφρος («τάφρην ὀρύξας εὐρείην», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τάφρος (ἡ), κατά τα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek
τάφραι — τάφρη fem nom/voc pl τάφρᾱͅ , τάφρη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφρην — τάφρη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Тафрина — Курчавость листьев персика, вызванная грибом Тафрина деф … Википедия
ταφρίνη — και ταφρίνα, η, Ν (μυκητ.) το μοναδικό γένος τής τάξης ασκομυκήτων ταφρινώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. taphrina < τάφρη «τάφρος, χαντάκι» + κατάλ. ινα/ ίνη] … Dictionary of Greek
τράφη — ἡ, Α βλ. τάφρη … Dictionary of Greek
Τάφραι — Μεσόγειος χώρα της αρχαίας Ταυρικής. Oνομάζεται και Τάφρη. Οι Τ. βρίσκονταν στη θέση του σημερινού ισθμού του Περεκόπ. Ο λαός που κατοικούσε εκεί ονομαζόταν Σατορχαίοι και ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με τους Σκύθες για να υπερασπίσει την… … Dictionary of Greek